Νέα σχολική χρονιά εν μέσω πανδημίας

Αρχοντούλα Μοράκη, Ψυχολόγος

Το φετινό άνοιγμα των σχολείων δεν θα είναι σαν όλα τα προηγούμενα. Με καθυστέρηση τριών ημερών, σε σχέση με την καθιερωμένη έναρξη της σχολικής χρονιάς, όλοι περιμένουμε να δούμε πώς τελικά θα συμπεριφερθούν οι Έλληνες μαθητές και δάσκαλοι, ποια μέτρα ασφαλείας  θα φανούν εφαρμόσιμα στην πράξη και αν τελικά καταφέρουν να αναχαιτίσουν τη διασπορά του κορωνοΐού από και προς τη σχολική κοινότητα.

Ο καθένας από εμάς έχει λιγότερο ή περισσότερο μια σχηματισμένη άποψη για το ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος διδασκαλίας με τα δεδομένα της πανδημίας, καθώς τι θα λειτουργήσει και τι όχι τόσο μέσα στη σχολική τάξη όσο και στο προαύλιο.

Υπάρχουν γονείς που ανυπομονούν για το άνοιγμα των σχολείων, και των εκπαιδευτικών δομών εν γένει, ώστε τα παιδιά να επιστρέψουν στην κανονικότητα που διακόπηκε με την έλευση της πανδημίας. Υπάρχουν όμως και άλλοι που είναι πολύ διστακτικοί και σκεπτικοί σχετικά με την επιστροφή στα θρανία και τους κινδύνους που ελλοχεύει σε αυτήν. 

Το μήνυμα που μας έστειλε το γεγονός της πανδημίας είναι ότι όσο και να εξελιχθεί η τεχνολογία, ο άνθρωπος παραμένει ανήμπορος μπροστά στα τερτίπια της φύσης. Μάλιστα, ακριβώς εξαιτίας αυτού του ραγδαίου χαρακτήρα, πολλές φορές αδυνατεί να συμβαδίσει ή και να ελέγξει τα ίδια του τα επιτεύγματα. 

Δεν ήταν όμως το μοναδικό μήνυμα. Η περίοδος της καραντίνας των προηγούμενων μηνών έφερε στην επιφάνεια ένα ρεπερτόριο λύσεων και απαντήσεων που επινοήσαμε ατομικά και συλλογικά προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τη νέα κατάσταση. Όχι χωρίς απώλειες, όχι χωρίς κάποιο τίμημα για τους περισσότερους.

Η εκπαίδευση ήταν ένας από αυτούς τους χώρους που αντιμετώπισαν μεγάλες δυσκολίες προσαρμογής. Εν μέρει δικαιολογημένα, εν μέρει αδικαιολόγητα. Πέρα από όλες τις δυστοκίες του εγχειρήματος της τηλε-εκπαίδευσης που αφορούν πολιτικά και πρακτικά ζητήματα, αυτό που διαπιστώθηκε ήταν μια μεγάλη δυσκολία των εκπαιδευτικών να χειριστούν τα μέσα και τους τρόπους της ασύγχρονης εκπαίδευσης. Είτε από άγνοια, είτε από ολιγωρία είτε από ελλιπή κατάρτιση, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί αποδείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό «αναλφάβητοι» σε ό,τι αφορά σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας που περιλαμβάνουν τη χρήση του διαδικτύου και των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Προφανώς αυτό δεν ισχύει για όλους τους εκπαιδευτικούς και για όλα τα εκπαιδευτικά πλαίσια. Όμως η συγκυρία του κορωνοΐού ανέδειξε αυτό το παράδοξο: πώς είναι δυνατόν οι οθόνες και τα ηλεκτρονικά μέσα να έχουν μπει τόσο πολύ στη ζωή όλων μας- σε σημείο μάλιστα να εγείρονται και ζητήματα εθισμού-και από την άλλη, όταν τα χρειαζόμαστε πραγματικά, τελικά να μην τα χρησιμοποιούμε.

Δεν είναι εφικτό να απαντήσουμε εδώ σε αυτό το παράδοξο, όμως μας οδηγεί να σκεφτούμε στο πώς και που μαθαίνουμε τη χρήση των οθονών-και όχι μόνο- με ποιο σκοπό και κάτω από ποιες συνθήκες. Η πανδημία από τη μια πλευρά ανέδειξε την ανάγκη της ευελιξίας και από την άλλη το γεγονός ότι η γνώση, όταν υπάρχει επιθυμία γι’ αυτήν, μπορεί να υπάρξει σε κάθε τόπο, με κάθε τρόπο. 

Το βασικό ζητούμενο για την καινούρια σχολική χρονιά ασφαλώς και είναι τα μαθήματα να διεξαχθούν με όσο περισσότερη ασφάλεια γίνεται και θα το επιτύχουμε, εύκολα ή δύσκολα, αργά η γρήγορα. Το στοίχημα θα παιχτεί  στο κατά πόσο οι εκπαιδευτικοί θα υποδεχθούν τους μαθητές τους με ενθουσιασμό, θα φανούν επινοητικοί, ευέλικτοι, ζωηροί, χαρούμενοι και έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα μέσα, ηλεκτρονικά και μη, προκειμένου να μεταδώσουν στους μαθητές τους αυτό που και οι ίδιοι θα πρέπει να κατέχουν εξαρχής, κι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από το πάθος για γνώση και όχι το πάθος για άγνοια.

Βοήθησέ μας να γίνουμε περισσότεροι και έτσι να βοηθήσουμε ακόμα περισσότερα παιδιά!